ἀκουστῶν

ἀκουστῶν
ἀκουστής
hearer
masc gen pl
ἀκουστός
heard
fem gen pl
ἀκουστός
heard
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Corpus Aristotelicum — bezeichnet die Schriften des Aristoteles, die auf uns gekommen sind; die Rezeption begann bereits im Hellenismus und wurde in der Spätantike intensiviert. Dabei handelt es sich in der großen Mehrheit um esoterische Schriften, die nicht (zumindest …   Deutsch Wikipedia

  • Аристотель — У этого термина существуют и другие значения, см. Аристотель (значения). Аристотель Ἀριστοτέλης …   Википедия

  • ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… …   Dictionary of Greek

  • ηχόμετρο — το (τεχν.) συσκευή με την οποία γίνεται η μέτρηση τής στάθμης, πίεσης ή έντασης τού ήχου στην περιοχή τών ακουστών συχνοτήτων και σύμφωνα με καθορισμένες κάθε φορά προδιαγραφές. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sonometre <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”